- ἐκτομάς
- ἐκτομάςwicket-gatefem nom sgἐκτομά̱ς , ἐκτομήcutting outfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκτομάς — ἐκτομάς, η (Α) 1. μικρή πόρτα κατασκευασμένη στο θυρόφυλλο μεγάλης πύλης απ όπου μπαινοβγαίνουν μεμονωμένα άτομα για να μην ανοίγει ολόκληρη η πύλη 2. «περικεφαλαία ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν» (Ησύχ.) … Dictionary of Greek
ἐκτομάδα — ἐκτομάς wicket gate fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)